- μοιχεύω
- (ΑΜ μοιχεύω) [μοιχός]διαπράττω μοιχεία, παραβαίνω τη συζυγική πίστη, είμαι μοιχός, συνευρίσκομαι με έγγαμη γυναίκα («οὐ μοιχεύσεις», ΠΔ)μσν.1. (για ζώα) συνουσιάζομαι2. μτφ. α) μολύνω ηθικάβ) παραποιώ, αλλοιώνω, διατρέφω(μσν.-αρχ.)1. διαφθείρω γυναίκα («πάλιν ὁ γόης ἀπατᾷ θέλων αὐτὴν μοιχεῡσαι», Βί. Αλεξ.)2. λατρεύω τα είδωλα («καὶ ἐμοίχευσε τὸ ξύλον καὶ τὸν λίθον», ΠΔ)3. μέσ. μοιχεύομαι(για γυναίκα) είμαι ή γίνομαι μοιχαλίδααρχ.1. (για πτηνά) έρχομαι σε επιμιξία με άλλο γένος, διασταυρώνομαι («τὰ γὰρ ἄλλα γένη μέμικται καὶ μεμοίχευται ὑπ' ἀλλήλων», Αριστοτ.)2. φρ. «οὐ μοιχεύσεταί μου τὰ φιλήματα» — δεν θα μού υφαρπαγούν τα φιλιά κατά μοιχικό τρόπο, Αχιλλ. Τάτ.
Dictionary of Greek. 2013.